ημιωβολιαίος

ημιωβολιαίος
ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [ημιώβολο]
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιωβολιαῖον — ἡμιωβολιαῖος costing masc acc sg ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωβολιαῖα — ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”